Την περίοδο 1931-1936 το απεργιακό κίνημα στη χώρα μας εμφανίζει ιδιαίτερη έξαρση, εξαιτίας της μεγάλης οικονομικής κρίσης, που ακολούθησε το Κραχ του 1929 και τη στάση πληρωμών της Ελλάδας το 1932.
Οι απεργιακοί αγώνες έχουν πρωτόγνωρη μαζικότητα και συχνά καταλήγουν σε αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία, με νεκρούς και τραυματίες. Οι εργατικές κινητοποιήσεις φθάνουν στην κορύφωσή τους τον Μάιο του 1936 στη Θεσσαλονίκη, με τη μεγάλη απεργία των καπνεργατών, που πνίγηκε στο αίμα από την κυβέρνηση Μεταξά (12 νεκροί και πάνω από 200 τραυματίες).
Ο Γιάννης Ρίτσος εμπνεύσθηκε από μία φωτογραφία που είδε στον Ριζοσπάστη, με μία μάνα να θρηνεί τον νεκρό γιο της κι έγραψε την περίφημη ποιητική του σύνθεση Επιτάφιος, που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Στις 29 Απριλίου του 1936, οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης, με την κάλυψη της «Πανελληνίου Καπνεργατικής Ομοσπονδίας» και την υποστήριξη της «Ενωτικής Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος» (ΕΓΣΕΕ), που ελεγχόταν από το ΚΚΕ, κατέβηκαν σε απεργία διαρκείας, με κύριο αίτημα την αύξηση του ημερομισθίου από τις 75 στις 135 δραχμές, σε εφαρμογή της συμφωνίας του 1924 (γνωστής ως «σύμβασης Παπαναστασίου»), που όμως αθετούσαν οι καπνέμποροι, επωφελούμενοι της μεγάλης ανεργίας που μάστιζε τον κλάδο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί καπνεργάτες δούλευαν χωρίς να αμείβονται, μόνο και μόνο για να τους επικολλούνται ένσημα και να μην χάνουν το δικαίωμα της περίθαλψης.
Την επομένη, 30 Απριλίου, η Βουλή διέκοψε τις εργασίες της έως τις 30 Σεπτεμβρίου! Προηγουμένως, τα δύο μεγάλα κόμματα, το Λαϊκό και το Φιλελεύθερο, είχαν δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά και οι βουλευτές τους, έχοντας τη συνείδησή τους ήσυχη, αναχώρησαν για διακοπές μακράς διαρκείας. Οι μόνοι που αρνήθηκαν ψήφο στον μετέπειτα δικτάτορα (4 Αυγούστου 1936) ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου και 13 βουλευτές του Παλλαϊκού Μετώπου (ΚΚΕ).
Ο Μεταξάς, άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του, βρέθηκε αντιμέτωπος με τη διογκούμενη απεργιακή κινητοποίηση των καπνεργατών. Από την αρχή ακολούθησε παρελκυστική τακτική, δίνοντας υποσχέσεις για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους, ενώ την ίδια στιγμή ενθάρρυνε στην αδιαλλαξία της εργοδοσίας. Επιδίωξή του ήταν να κερδίσει χρόνο για να τερματίσει με κάθε τρόπο την απεργία.
Το πρωί της 8ης Μαΐου, η Χωροφυλακή της Θεσσαλονίκης εμπόδισε χιλιάδες διαδηλωτές να κατευθυνθούν προς το Διοικητήριο, όπου έδρευε η Γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος (Υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης σήμερα).
Οι διαδηλωτές επέμειναν και στις συγκρούσεις που ακολούθησαν τραυματίσθηκαν πολλοί απεργοί. Η υπέρμετρη βία που άσκησε η Χωροφυλακή για τη διάλυση της ογκώδους διαδήλωσης ευαισθητοποίησε και άλλους κλάδους εργαζομένων και από το ίδιο βράδυ ξεκίνησαν 24ωρη απεργία οι σιδηροδρομικοί, οι αυτοκινητιστές, οι τροχιοδρομικοί και οι εργαζόμενοι στον ηλεκτρισμό. Θορυβημένη η κυβέρνηση Μεταξά επιστράτευσε τους σιδηροδρομικούς και τους τροχιοδρομικούς, ενώ ανέθεσε στο Γ’ Σώμα Στρατού να βρίσκεται σε ετοιμότητα για κάθε ενδεχόμενο.
Η κυβερνητική μεθόδευση φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα. Την επομένη, 9 Μαΐου, το απεργιακό μέτωπο διευρύνεται, με τη συμμετοχή των αρτεργατών, των βιομηχανικών εργατών και άλλων κλάδων εργαζομένων, ενώ οι καταστηματάρχες κρατούν σε μεγάλο ποσοστό τα καταστήματά τους κλειστά. Οι κεντρικοί δρόμοι της πόλης είναι πλημμυρισμένοι από διαδηλωτές, που επιδιώκουν να κατευθυνθούν και πάλι προς το Διοικητήριο.
Η Χωροφυλακή γρήγορα χάνει τον έλεγχο της κατάστασης και αρχίζει να πυροβολεί στο ψαχνό τους διαδηλωτές, με αποτέλεσμα στο τέλος της ημέρας να καταμετρηθούν 12 νεκροί και πάνω από 280 τραυματίες, όλοι από την πλευρά των διαδηλωτών!
Η κατάσταση έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο και τότε με διαταγή της κυβέρνησης αναλαμβάνει δράση ο στρατός. Ο διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγος Ζέππος, διατάσσει τους χωροφύλακες, που απειλούνται με λιντσάρισμα από τους διαδηλωτές, να κλειστούν στα αστυνομικά τμήματα και να τοποθετηθεί στρατιωτική φρουρά έξω από αυτά για να τα προστατεύσει. Στη συνέχεια απαγορεύει τις διαδηλώσεις, αλλά οι απεργοί αψηφούν τη διαταγή του και συγκεντρώνονται στη διασταύρωση των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου.
Εκεί εγκρίνουν ψήφισμα, με το οποίο ζητούν την τιμωρία των ενόχων της Χωροφυλακής και ιδιαίτερα του διοικητή της συνταγματάρχη Ντάκου. Στη Θεσσαλονίκη το βράδυ εκείνο δεν υπήρχε άλλη εξουσία να επιβάλλει τη θέλησή της πάνω στη θέληση των χιλιάδων λαού, που έγιναν κύριοι της πόλης.
Την επομένη, 10 Μαΐου, έγινε η κηδεία των θυμάτων, μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας. Σε βοήθεια του Γ’ Σώματος Στρατού, που είχε αναλάβει και την αστυνόμευση της πόλης, έσπευσε ένα σύνταγμα πεζικού και μία μονάδα πυροβολικού από τη Λάρισα, ενώ στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κατέπλευσαν τα αντιτορπιλικά «Κουντουριώτης», «Ύδρα», «Σπέτσαι» και «Ψαρά».
Παρ’ όλα αυτά, πάνω από 200.000 πολίτες συνόδευσαν στην τελευταία κατοικία τους 12 νεκρούς συμπολίτες τους. Και ανάμεσά τους ένα στρατιωτικό τμήμα, που γρήγορα ξέχασε τα καθήκοντά του για την τήρηση της τάξης και συμμετείχε στη νεκρική πομπή. Μάλιστα, ο επικεφαλής τους ταγματάρχης μίλησε, αποτίοντας φόρο τιμής στους νεκρούς διαδηλωτές.
Τις επόμενες ημέρες τα πνεύματα άρχισαν να ηρεμούν. Στις 12 Μαΐου η απεργία έληξε, καθώς έγιναν δεκτά σχεδόν όλα τα αιτήματα των καπνεργατών, ενώ η κυβέρνηση υποσχέθηκε ότι θα τιμωρήσει τους υπεύθυνους της αιματοχυσίας, υπόσχεση που τελικά δεν τήρησε.
Ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς προσπάθησε από την αρχή να ρίξει την ευθύνη των αιματηρών επεισοδίων στους κομμουνιστές και τους απεργούς, που δήθεν προκάλεσαν τους χωροφύλακες!
Κανείς, όμως, δεν τον πίστεψε. Σχεδόν στο σύνολό του, ο πολιτικός κόσμος θεώρησε υπεύθυνη τη Χωροφυλακή και την κυβέρνηση, αλλά δεν τόλμησε να ρίξει τον Μεταξά, όπως ζητούσε το ΚΚΕ, γεγονός που θα έχει ολέθριες συνέπειες για το κοινοβουλευτικό καθεστώς λίαν συντόμως, με την ανακήρυξη της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου.
Πηγή: SanSimera.gr