Σαν σήμερα, το 1968, ο Ανδρέας Παπανδρέου ανακοινώνει στη Στοκχόλμη τη δημιουργία της οργάνωσης ΠΑΚ (Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα) με στόχο την ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος στην Ελλάδα.
Την επομένη τα σουηδικά κόμματα καλούν με ομόφωνη απόφασή τους τον Έλληνα πολιτικό να μιλήσει στη σουηδική Βουλή (κάτι που θα συνέβαινε για πρώτη φορά στην Ιστορία της χώρας).
Παράλληλα ο πρωθυπουργός της Σουηδίας και πρόεδρος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Τάκε Ερλάντερ ανακοινώνει την πρόθεση του κόμματός του να προσφέρει βοήθεια στο ΠΑΚ.
«..Η εθνική ανεξαρτησία είναι αναπόσπαστα δεμένη με τη λαϊκή κυριαρχία, με τη δημοκρατία σε κάθε φάση της ζωής του τόπου, με την ενεργό συμμετοχή του πολίτη σ’ όλες τις αποφάσεις που τον αφορούν…» – Ανδρέας Παπανδρέου
Όπως αναφέρει το simata-ligra.blogspot.gr: «Το ΠΑΚ ιδρύθηκε το 1968, από τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος είχε καταφύγει στο εξωτερικό, προκειμένου να συμβάλει στον αγώνα ενάντια της χούντας των συνταγματαρχών. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, γιός του Γέρου της Δημοκρατίας, ήταν από τις αρχές του 1963, το κόκκινο πανί για τα συμφέροντα της συντηρητικής παράταξης, των ανακτόρων και όλων εκείνων των δυνάμεων που ήθελαν την Ελλάδα στο περιθώριο.
Ήδη, από τις αρχές του 1967 στην αμερικανική πρεσβεία είχε ωριμάσει η άποψη ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου αντιπροσώπευε τη μεγαλύτερη απειλή για τα αμερικανικά συμφέροντα στην Ελλάδα. Κλίμα εναντίον του Ανδρέα στους Αμερικανούς προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να δημιουργήσουν τα Ανάκτορα, που υποστήριζαν ότι ο Ανδρέας χρηματοδοτείται από τη Μόσχα και το ΚΚΕ μέσω επιχειρηματιών που συναλλάσσονται με την ΕΣΣΔ.
Παραδέχονταν ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου ασκούσε μεγάλη επιρροή στη δυσαρεστημένη νεολαία, ενώ ένας από τους λόγους που τον καθιστούσαν ιδιαίτερα επικίνδυνο ήταν η εχθρότητα του απέναντι στις ΗΠΑ.
Μετά την επικράτηση του καθεστώτος και με το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού κόσμου υπό περιορισμό, οι φήμες για επικείμενη εκτέλεση του Ανδρέα φουντώνουν, ιδιαίτερα, όταν στο τέλος Αυγούστου, παραπέμφθηκε σε δίκη ως «ηθικός αυτουργός» στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ.
Υποχωρώντας στις διαμαρτυρίες Αμερικανών, μέλη της κυβέρνησης διαβεβαιώνουν την πρεσβεία της Αθήνας ότι οι πολιτικοί κρατούμενοι, συμπεριλαμβανομένου και του Ανδρέα Παπανδρέου δεν θα πάθουν κακό.
Μετά την απελευθέρωσή του, και προκειμένου να μπορεί να συνεχίσει τον αγώνα, ο Ανδρέας φεύγει στο εξωτερικό, για να ιδρύσει το Μάρτιο του 1968, από τη Σουηδία, το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (Π.A.K), την αντιδικτατορική οργάνωση που αποτέλεσε τον πρόδρομο του ΠAΣΟK.
Αυτό τo αντιστασιακό κίνημα αναπτύχθηκε ραγδαία θέτοντας ως στόχους την Εθνική Ανεξαρτησία, τη Λαϊκή Κυριαρχία και την Κοινωνική Δικαιοσύνη.
Την ίδια εποχή, ο Παπανδρέου επισκέφθηκε τις ΗΠΑ όπου είχε επαφές με πανεπιστημιακούς και πολιτικούς κύκλους. Μίλησε στο Σύνδεσμο «Αμερικανοί για Δημοκρατική Δράση» και επισκέφθηκε το Καπιτώλιο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο, ενώ επίσης, κατάφερε να αποσπάσει τη δήλωση του Ρόμπερτ Κέννεντι, ότι αν γινόταν πρόεδρος θα διέκοπτε αμέσως τη στρατιωτική βοήθεια στην Ελλάδα, σε μια προσπάθεια να ασκήσει πίεση στο καθεστώς.
Έτσι, ο Ανδρέας Παπανδρέου πείστηκε ότι για να υπάρξει αλλαγή της Αμερικανικής πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα, εκτός από την περίπτωση εκλογής ενός δυναμικού και αποφασιστικού προέδρου, ήταν η ενεργή αντίσταση τόσο στην Ελλάδα όσο και η ευαισθητοποίηση των κυβερνήσεων στην Ευρώπη.
Το Πάσχα του 1968, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε δηλώσει στην Ελληνική Υπηρεσία του BBC: «Για μας απόψε δεν είναι Ανάσταση. Παραμένει Μεγάλη Παρασκευή. Οι καμπάνες της Αναστάσεως θα ηχήσουν όταν ο ελληνικός λαός και πάλι επιβάλει την κυριαρχία του αυτή τη φορά μια για πάντα. Όταν βάλουμε στην Ελλάδα τις βάσεις για μια χώρα δημοκρατική, προοδευτική, ανεξάρτητη, περήφανη»
Παράλληλα, με τον αγώνα κατά της χούντας, δίνει το παρών σε διαδηλώσεις, σε κινήματα μαύρων, φεμινιστριών, κινήματα για την ειρήνη, κατά του πολέμου στο Βιετνάμ. Η δράση του ήταν πολύ ενοχλητική για το καθεστώς και έτσι, δεν είναι τυχαίο, ότι έγιναν εις βάρος του τρεις δολοφονικές απόπειρες (δύο στη Σουηδία και μία στον Καναδά).
Στο μεταξύ, ο Γεώργιος Παπανδρέου την 1η Νοεμβρίου 1968 θα αφήσει την τελευταία του πνοή. Η κηδεία του στις 3 Νοεμβρίου μετατράπηκε στην πρώτη μαζική εκδήλωση αντίστασης του ελληνικού λαού εναντίον της δικτατορίας.
Στις 17 Νοεμβρίου 1968, ο Ανδρέας ως εκπρόσωπος της «Ε.Κ εξωτερικού» ζήτησε τη σύγκληση της Κεντρικής Επιτροπής του ελεύθερου τμήματος της, για να συζητηθούν τα θέματα που προέκυψαν από το θάνατο του αρχηγού του κόμματος.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν βέβαιο ότι δεν θα συνέχιζε στους κόλπους της Ε. Κ., την οποία θεωρούσε –και ήταν- ένα συνονθύλευμα από πολλές διαφορετικές συνιστώσες, χωρίς συνοχή. Οι ιδεολογικές του αναζητήσεις συνταυτίζονται με τις ζυμώσεις και τις πολιτικές ιδέες του ΠΑΚ, και αρχίζουν να διαδίδονται στους Έλληνες μετανάστες.
Η επαναστατική διάθεση που είχε φέρει ο Μάης του 68 διαπερνούσε τις κοινωνίες και κινητοποιούσε τα πιο προοδευτικά τμήματά τους. Ριζοσπαστικά κινήματα ανέπτυξαν δράση σ’ όλα τα ελεύθερα κράτη.
Οι φοιτητές, οι πιο προοδευτικές συνιστώσες των κομμάτων αλλά οι εργάτες με τα συνδικάτα τους διεκδικούσαν κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές κατακτήσεις.
Η Δύση περνούσε περίοδο οικονομικής άνθησης, ενώ ο ψυχρός πόλεμος διατηρούνταν σε ύφεση και οι κοινωνικές δυνάμεις αναζητούσαν μορφές διεξόδου από τα καθιερωμένα αστικά πλαίσια.
Τα πολιτικά δρώμενα καθόριζε η σύγκρουση ανάμεσα στο παλιό, το συντηρητικό, το αντιδραστικό και στο νέο, προοδευτικό, επαναστατικό.
Ο Μάης του 68 και τα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας, συνέβαλαν στο προβληματισμό και έθεσαν σε αμφισβήτηση τα παλιά ιδεολογικά σχήματα ως χρεοκοπημένα και αναποτελεσματικά απέναντι στην επέκταση του καπιταλιστικού συστήματος αλλά και της σοβιετικής αυταρχικότητας.
Ιδιαίτερα, η επέμβαση των στρατευμάτων του συμφώνου της Βαρσοβίας είχε αναστατώσει σε όσους έβλεπαν την ΕΣΣΔ ως το αντίπαλο δέος στην πολιτική των ΗΠΑ και των Νατοϊκών συμμάχων τους, οι οποίοι ανέχονταν ή και εγκαθίδρυαν δικτατορικά καθεστώτα σε πολλές χώρες του κόσμου.
Αυτό το κλίμα επηρέασε και την ραχοκοκαλιά του ΠΑΚ, την ελληνική νεολαία, η οποία συνδέθηκε με τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και τα άλλα κινήματα, και δέχτηκε την επίδρασή τους.
Οι δραστηριότητες των μελών του ΠΑΚ ήταν πολλές: διαδηλώσεις, ομιλίες, συλλαλητήρια, προκηρύξεις, έκδοση αντιδικτατορικών εντύπων, ενημερωτική εκστρατεία εναντίον του καθεστώτος, συλλογή χρημάτων για τους φυλακισμένους ως και παροχή βοήθειας σε βασανισθέντες και φυγάδες αντιστασιακούς.
Για παράδειγμα, στο Μόναχο εκδόθηκε «Η Φωνή της Δημοκρατίας», με πρωτοβουλία της ΕΚ και μιας ομάδας ανεξάρτητων που συνεργάστηκαν μαζί της και αργότερα αποτέλεσαν την ομάδα πρωτοβουλίας των Φίλων του ΠΑΚ Μονάχου.
Και σε άλλες χώρες όπως στον Καναδά κυκλοφόρησαν έντυπα και εφημερίδες, όπως ο «Νέος Κόσμος» ή φτιάχτηκαν «παράνομοι» ραδιοφωνικοί σταθμοί.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ζητούσε επίμονα τη σύμπραξη της Ευρώπης κατά του καθεστώτος των Αθηνών: «…Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας και οι οικονομικές της δυνατότητες δεν επιτρέπουν να αμυνθεί αποτελεσματικά της εδαφικής και εθνικής ακεραιότητας στα πλαίσια μιας ουδέτερης εξωτερικής πολιτικής….. Αυτή δυστυχώς, είναι η μοίρα της Ελλάδας.
Αν η Ευρώπη ήταν ενωμένη θα άνοιγε για τη μικρή αλλά σημαντική χώρα μας μια δυνατότητα, που βαθιά θα την επιθυμούσαμε. Να είμαστε μια σύγχρονη, σεβαστή, ισότιμη χώρα στα πλαίσια της ευρωπαϊκής κοινότητας των Εθνών….», υποστήριξε σε συνέντευξη του στο ραδιόφωνο της Κολωνίας (21.4.1969)
Τα ντοκουμέντα από το αγγλικό Φόρειν Όφις για το 1969, αποκαλύπτουν ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε χαρακτηρισθεί ανεπιθύμητος στη Ντάουνιγκ Στριτ, η οποία έδειχνε αλλεργία σε κάθε αντιαμερικανική και αντινατοϊκή διαδήλωση. Η επίσημη αντιμετώπιση του αντιστασιακού Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΚ ήταν από ουδέτερη έως εχθρική.
Μάλιστα, η επιστολή του αρχηγού του ΠΑΚ, της 23ης Μαρτίου του 1969, που κατέγραφε «την αβάσταχτη κατάσταση στην Ελλάδα των δικτατόρων συνταγματαρχών» δεν συγκίνησε την κυβέρνηση των Εργατικών και τον Άγγλο πρωθυπουργό Χάρολντ Ουίλσον. Ακόμη και η ιδιαίτερα κολακευτική φράση του ότι «η χώρα σας γνωρίζει καλά την Ελλάδα και η Ουάσιγκτον ακούει τις συμβουλές της» έπεσε στο κενό.
Το Φόρεϊν Όφις θεωρούσε ότι μία προσέγγιση της αγγλικής κυβέρνησης προς τον ιδρυτή του ΠΑΚ θα προκαλούσε την άμεση αντίδραση της χούντας, αφού η αντίστοιχη συνάντηση Παπανδρέου με τον Ιταλό υπουργό Εξωτερικών Νένι, αρχηγό του σοσιαλιστικού κόμματος της Ιταλίας, επέφερε άμεση εμπλοκή στις σχέσεις Ρώμης – Αθήνας. Άρα, ο Χάρολντ Ουίλσον δεν είχε κανέναν λόγο να συναντηθεί με τον Ανδρέα Παπανδρέου, αφού θα είχε επιζήμια αποτελέσματα στα οικονομικά συμφέροντα της χώρας του. Επίσης, το Φόρεϊν Όφις, είχε καταγράψει ότι η υποδοχή και η βοήθεια που έδωσε το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Σουηδίας στον Παπανδρέου είχαν ως αποτέλεσμα τα εμπορικά αντίποινα των Αθηνών κατά της Σουηδικής κυβέρνησης.
Παρά τις δυσχέρειες όμως, ο Ανδρέας Παπανδρέου έριξε μεγάλο βάρος στην καταδίκη του δικτατορικού καθεστώτος από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Ο Παπανδρέου υποστήριξε ότι αν η Ευρώπη αποδεχόταν την Χούντα στο Συμβούλιο της, θα δημιουργούσε μια εντελώς ασταθή κατάσταση, καθώς θα ήταν η πρώτη φορά που η Δυτική Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η οποία ήταν βασισμένη στις αρχές της ελευθερίας, της εθνικής κυριαρχίας και της ατομικής ακεραιότητας, θα δεχόταν να κατακερματιστεί η εικόνα της, «να θάψει τις αρχές της στις στάχτες».
Από τη πλευρά του, το καθεστώς της Αθήνας, δια του Στυλιανού Παττακού, δήλωνε ότι το έθνος έπρεπε να προστατευθεί από τους ανθρώπους που το οδηγούσαν σε έναν νέο εμφύλιο πόλεμο.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου καθώς και οι Ευρωπαίοι που τον υποστήριζαν, όπως ο Σουηδός πρωθυπουργός Ερλάντερ, συμπεριλαμβάνονταν σε εκείνους που επιβουλεύονταν την ενότητα του Έθνους. Τελικά, μετά από πολλές ακροάσεις, η Ευρώπη ξεπέρασε τους δισταγμούς της και με την υποστήριξη των Σκανδιναβικών χωρών επιτεύχθηκε η αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Τον Απρίλιο του 1970, ο Ανδρέας Παπανδρέου, από το Ντύσελντορφ της Γερμανίας όπου βρισκόταν, εξέφρασε την ικανοποίηση του, τονίζοντας ότι η απόφαση είχε τεράστια ηθική σημασία, αφού άνοιγε πλέον ο δρόμος και για άλλες ενέργειες από την πλευρά της Δυτικής Ευρώπης. Άλλωστε, ο ίδιος, αντιλαμβανόταν και ανέλυε το ελληνικό πρόβλημα ως ενταγμένο στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια πραγματικότητα.
Έτσι, είχε υποστηρίξει ότι η Τσεχοσλοβακία ήταν η Ελλάδα της Μόσχας, όπως ακριβώς η Ελλάδα ήταν η Τσεχοσλοβακία της Ουάσιγκτον.
Ακολουθώντας την παθογένεια της ελληνικής πολιτικής, η συνεργασία των αντιστασιακών οργανώσεων δεν υπήρξε δυνατή. Την προσέγγιση ΠΑΚ και ΠΑΜ και το πραγματικό περιεχόμενο και τους στόχους της συμφωνίας, ξεκαθάρισε ο Ανδρέας Παπανδρέου στη συνέντευξη του στο ραδιοφωνικό σταθμό της Κολωνίας της 21/4/1969 : “…πρέπει να διευκρινισθεί πως ούτε το ΠΑΚ ούτε το ΠΑΜ έχουν κομματικούς πολιτικούς στόχους.
Και οι δύο οργανώσεις έχουν διακηρύξει πολλές φορές πως οι στόχοι τους είναι η ανατροπή της στρατιωτικής δικτατορίας και η εγκαθίδρυση γνήσιας δημοκρατικής διαδικασίας που θα επιτρέψει στον ελληνικό λαό να επιλέξει ελεύθερα ανάμεσα στα κόμματα εκείνο που θέλει να τον κυβερνήσει. Και τρίτο, η συμφωνία αφορά το συντονισμό αντιστασιακών δραστηριοτήτων. Μετά τη νίκη οι αντιστασιακές οργανώσεις θα διαλυθούν και τη θέση τους θα πάρουν τα κόμματα που θα ανταγωνιστούν για την ψήφο του ελληνικού λαού ανεξάρτητα το ένα από το άλλο…».
Ο Ανδρέας αρνήθηκε να συνεργαστεί με άλλες αντιστασιακές οργανώσεις στα πλαίσια ενός Εθνικού Αντιστασιακού Συμβουλίου (ΕΑΣ), καθώς σε όλη τη μακρά διάρκεια των διαπραγματεύσεων και των προσωπικών επαφών με τον πρόεδρο του ΠΑΜ, Μίκη Θεοδωράκη, για τη συγκρότηση του ΕΑΣ, οι θέσεις που εξέφρασε ήταν ότι:
1 Δεν θα γίνονταν δεκτά στο ΕΑΣ πολιτικά κόμματα και πολιτικοί, αλλά μόνον οργανωμένα αντιστασιακά κινήματα τα οποία έχουν την υποστήριξη από μεγάλα τμήματα του ελληνικού λαού.
2 Οι Στρατηγικοί στόχοι της ελληνικής αντίστασης είναι: Η Εθνική Ανεξαρτησία, η Λαϊκή Κυριαρχία και οι δημοκρατικές διαδικασίες.
3 Ο Κωνσταντίνος δεν θα επέστρεφε στην Ελλάδα εκτός αν διαφορετικά αποφάσιζε ο ελληνικός λαός.
4 Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 αποτελούσε την αμερικανική έκδοση της επέμβασης στην Τσεχοσλοβακία από τα στρατεύματα του συμφώνου της Βαρσοβίας.
Το ΠΑΚ είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κατοχή της χώρας δεν θα τελείωνε παρά μόνον αν το κόστος για το Πεντάγωνο γινόταν πολύ βαρύ. Για το λόγο αυτό θα έπρεπε η αντίσταση στο εσωτερικό να αναπτύξει: α) ένα αποτελεσματικό δίκτυο πολιτικής καθοδήγησης του ελληνικού λαού στον αγώνα για την ελευθερία και β) τη γρήγορη και αποτελεσματική συγκρότηση ομάδων κομάντος για να χτυπήσουν σκληρά τα δίκτυα της χούντας.
Παράλληλα, το ΠΑΚ, ως οργάνωση αναζητούσε την πολιτική-ιδεολογική του ομοιογένεια. Στον θεωρητικό τομέα επικράτησαν τέσσερις κατευθύνσεις:
Η πρώτη παρέμενε στο πλαίσιο της Ένωσης Κέντρου, αλλά με σαφή ριζοσπαστικότητα.
Η δεύτερη βασιζόταν στις μαρξιστικές μεθόδους και, ό,τι σήμαινε επιστημονικός σοσιαλισμός.
Η τρίτη, ασπαζόμενη τον μαρξισμό – λενινισμό, ακολουθούσε την παραδοσιακή «επαναστατική πορεία». (Αυτός ο προσανατολισμός αναπτύχθηκε κυρίως από τους φοιτητές του ΠΑΚ και των Φίλων του ΠΑΚ της Ιταλίας.)
Τέλος, η τέταρτη εξέφραζε τους προβληματισμούς και τις αμφισβητήσεις της κατεστημένης μαρξιστικής, λενινιστικής, τροτσκιστικής, μαοϊκής ιδεολογίας, και οποιασδήποτε άλλης κατεύθυνσης, με κύριο στόχο την αναζήτηση της θεωρίας εκείνης που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στα προβλήματα της νέας φάσης του καπιταλισμού και του υπαρκτού σοσιαλισμού και να δώσει εναλλακτικές βιώσιμες λύσεις.
Παρά την έντονη εσωτερική ιδεολογική διαμάχη το κίνημα, έρχεται αντιμέτωπο με τα προβλήματα της δραματικής καθημερινότητας, με τον αγώνα να κορυφώνεται με τα γεγονότα των φοιτητικών διαδηλώσεων στην Αθήνα, μετά το μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου, τον Νοέμβριο του 1973. Την φοιτητική εξέγερση στο Πολυτεχνείο, που συγκλόνισε την Αθήνα, την Ελλάδα και τη διεθνή κοινή γνώμη, ο αρχηγός του ΠΑΚ χαρακτήρισε ως «αποφασιστική καμπή στον απελευθερωτικό αγώνα του ελληνικού λαού».
Στις 17 Νοεμβρίου, δήλωσε: «Περνάει η πατρίδα μας την πιο κρίσιμη καμπή της σύγχρονης ιστορίας της. Γιατί ο λαός με τα γυμνά στήθη του αντιμετωπίζει τα τανκς των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και των πρακτόρων τους. Τα αντιμετωπίζει στον υπέρτατο αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία, για την χωρίς όρους λαϊκή κυριαρχία, για τη δημοκρατία. Με δέος υποκλινόμαστε στους νεκρούς και τραυματίες του αγώνα, στα ηρωικά νιάτα, που προτίμησαν το θάνατο από τη σκλαβιά. Ο λαός θα μείνη απτόητος στις επάλξεις του αγώνα. Το εύθραυστο, το επιφανειακό καθεστώς της ωμής βίας θα καταρρεύση…. Ο λαός εμίλησε. Η κατοχή καταρρέει. Η Δημοκρατία θα νικήση».
Ο λαός είχε αποδείξει πως έχει τη δύναμη να αντιδράσει, ενώ ευθύνη άμεση, ιστορική των αντιστασιακών δυνάμεων ήταν να ανταποκριθούν σ’ αυτή τη νέα καταλυτική πραγματικότητα.
«Η ευθύνη όλων μας είναι μεγάλη. Η ώρα είναι κρίσιμη. Ας προχωρήσουμε ενωμένοι στον λαϊκό αγώνα για μια ελεύθερη, ανεξάρτητη και δημοκρατική Ελλάδα», διαμήνυσε ο Ανδρέας.
Στο εσωτερικό του ΠΑΚ επικρατεί αναβρασμός, καθώς όλα τα στελέχη του Κινήματος, με άρθρα και εισηγήσεις και συζητήσεις στα περιβόητα σεμινάρια του ΠΑΚ συνέβαλαν σ’ έναν γόνιμο προβληματισμό για το μέλλον. Τα σεμινάρια που πραγματοποιούνταν κυρίως στη Γερμανία, αποτελούσαν ένα είδος σχολής στελεχών, ένα πολιτικό σχολείο, ένα θεωρητικό φυτώριο, όπου έπαιρναν μέρος όλα τα μέλη του Κινήματος.
Αυτή ήταν μια πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα πρακτική, που αναπτύχθηκε από το 1972 ως το 1974 καθόρισε το Κίνημα, που σε όλα τα επίπεδα ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά ανέπτυξε στο έπακρο τη δημιουργική πρωτοβουλία και τη δυναμική παρουσία των στελεχών και των μελών του ΠΑΚ. Κατάφερε να αναδείξει το πολύτιμο δυναμικό και την ποιότητα της βάση του, καθώς δεν υπήρχε ο διαχωρισμός σε εργάτες, αγρότες, φοιτητές ή διανοούμενους και όλοι ήταν ισότιμοι στον διάλογο και τις αποφάσεις. Επιστέγασμα για την καθιέρωση της δημοκρατικής λειτουργίας της οργάνωσης θεωρήθηκε το Συνέδριο του Ντάρμστατ της Γερμανίας, το Μάιο του 1974
Οι δικτάτορες δεν αντέχουν το βάρος των εξελίξεων και το καθεστώς πέφτει, με τον Ανδρέα Παπανδρέου να δηλώνει: «Ας ενωθούμε για να ξεπεράσουμε τη σκοτεινή αυτή ώρα με άθικτη την ακεραιότητα του Έθνους και την ευκαιρία να θέσουμε τα θεμέλια για μια γνήσια Δημοκρατική, Κυρίαρχη και Ανεξάρτητη Ελλάδα».
Δεν είναι τυχαίο ότι όταν επέστρεψε στην Αθήνα, στις 16 Αυγούστου 1974 , δεν έλαβε μέρος στην κυβέρνηση “Εθνικής Ενότητας”, υπό τον Κ. Καραμανλή, στην οποία μετείχε ως υπουργός των Εξωτερικών ο αρχηγός της Ένωσης Κέντρου, Γ. Μαύρος.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου – με βάση και την ανάλυση του ότι η κυβέρνηση Καραμανλή ήταν «αλλαγή φρουράς» στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ – δεν θέλησε να «φθαρεί» σε μια κυβέρνηση που είχε συγκροτηθεί από πολιτικούς της «παλιάς φρουράς», αφού ο ίδιος στόχευε να υλοποιήσει τις ριζοσπαστικές απόψεις του στο κοινωνικό και το οικονομικό, αλλά και στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και να κυριαρχήσει στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό.
Η διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη που ακολούθησε, ήταν αποτέλεσμα των επίπονων και μακροχρόνιων θεωρητικών διεργασιών του ΠΑΚ στα χρόνια από την ίδρυσή του ως τη μέρα της δημοσιοποίησης της. Η αλλαγή που διακήρυξε το Κίνημα είχε σαν βάση και περιεχόμενο τέσσερις αρχές. Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία, Κοινωνική Απελευθέρωση, Δημοκρατικές διαδικασίες
Κάλεσε σε αυτοοργάνωση τις λαϊκές δυνάμεις εκφράζοντας τα μεγάλα εθνικά, δημοκρατικά και κοινωνικά αιτήματα του λαού. Έγινε το πολιτικό Κίνημα που εξέφρασε τους πόθους και τις ανάγκες του απλού Έλληνα, του αγρότη, του εργάτη, του βιοτέχνη, του μισθωτού, του υπάλληλου, τους νέου.
Το ΠΑΣΟΚ στηρίχθηκε στο δυναμικό του ΠΑΚ, το οποίο είχε συγκροτηθεί πάνω σε στέρεες ιδεολογικές, πολιτικές και οργανωτικές βάσεις και είχε διαμορφώσει αγωνιστές με όραμα, ήθος, συντροφικότητα, αγωνιστικότητα και αποτελεσματικότητα.
Παρά τους κλυδωνισμούς στην ιδεολογική του ταυτότητα από τη μετέπειτα κυβερνητική τροχιά του, παρέμεινε πιστό στη διακήρυξη του ιδρυτή του: «… εμείς δεν πιστεύουμε στον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. … Πιστεύουμε στην άμεση συμμετοχή του λαού στις αποφάσεις….»
Αυτή η συμμετοχή του λαού ήταν έφερε το τέλος ενός σκληρού δικτατορικού καθεστώτος. Αυτή η συμμετοχή έφερε στην Ελλάδα την Μεγάλη Αλλαγή το 1981.
Αυτή η συμμετοχή συνέβαλε στην πρωτόγνωρη για τη χώρα μεταρρύθμιση της περιόδου 1981-89. Αυτή η συμμετοχή θα εξασφαλίσει το δικαίωμα στην ελπίδα για τη νέα γενιά, κατά τη δύσκολη αυτή περίοδο που διανύει η χώρα και το Κίνημα».