«Καμπανάκι» ΠΟΥ: Αυτά είναι τα πιο επικίνδυνα μικρόβια – Δεν υπάρχουν αποτελεσματικά εμβόλια

«Καμπανάκι» ΠΟΥ: Αυτά είναι τα πιο επικίνδυνα μικρόβια – Δεν υπάρχουν αποτελεσματικά εμβόλια

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δημοσίευσε μια λίστα επικίνδυνων μικροβίων τα οποία, μέχρι στιγμής, δεν καταπολεμώνται από τα εμβόλια.

Ειδικότερα, σε μια έκθεση που δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα, οι επιστήμονες του ΠΟΥ εντόπισαν 17 ευρέως κοινά παθογόνα που χρειάζονται βελτιωμένα εμβόλια, συμπεριλαμβανομένων των βακτηρίων γρίπης, HIV, νοροϊού και Staphylococcus aureus

Τα εμβόλια είναι από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα της ανθρωπότητας στη δημόσια υγεία, βοηθώντας στον έλεγχο ή ακόμα και στην εξάλειψη επικίνδυνων ασθενειών όπως η ευλογιά, η πολιομυελίτιδα και πιο πρόσφατα ο Covid-19. Αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν εμβόλια για πολλές ευρέως διαδεδομένες ασθένειες. Έτσι οι ερευνητές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας έχουν συντάξει μια λίστα με μικρόβια που πρέπει το συντομότερο να αντιμετωπιστούν.

Οι ερευνητές αρχικά συμβουλεύτηκαν διεθνείς και τοπικούς ειδικούς για να καθορίσουν κριτήρια για τις επιλογές τους. Αυτά περιλάμβαναν παράγοντες όπως οι ετήσιοι θάνατοι παιδιών κάτω των πέντε ετών, ή η έκταση της αντοχής ενός μικροβίου στα φάρμακα (μερικά από τα πιο ανησυχητικά βακτήρια είναι συνήθως ανθεκτικά στα αντιβιοτικά πρώτης γραμμής). Στη συνέχεια, διασταύρωσαν αυτά τα κριτήρια με περιφερειακά δεδομένα για να εντοπίσουν τις δέκα ασθένειες για τις οποίες δεν υπάρχουν αποτελεσματικά εμβόλια, που επηρεάζουν περισσότερο ένα συγκεκριμένο μέρος του κόσμου. Στη συνέχεια, συνδύασαν αυτές τις περιφερειακές λίστες προκειμένου να συντάξουν μια παγκόσμια λίστα με 17 παθογόνα για τα οποία θα πρέπει να αναπτυχθούν εμβόλια.

«Πολύ συχνά οι παγκόσμιες αποφάσεις για την ανάπτυξη νέων εμβολίων πάρθηκαν αποκλειστικά με γνώμονα την απόδοση της επένδυσης και όχι τον αριθμό των ζωών που θα μπορούσαν να σωθούν στις πιο ευάλωτες κοινότητες», δήλωσε σε ανακοίνωση του ΠΟΥ, η Κέιτ Ο’ Μπράιαν, Διευθύντρια του Τμήματος Ανοσοποίησης, Εμβολίων και Βιολογίας του διεθνούς οργανισμού.

«Αυτή η μελέτη χρησιμοποιεί ευρεία περιφερειακή τεχνογνωσία και δεδομένα για την αξιολόγηση εμβολίων που όχι μόνο θα μείωναν σημαντικά τις ασθένειες που επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τις κοινότητες σήμερα, αλλά και το ιατρικό κόστος που αντιμετωπίζουν οι οικογένειες και τα συστήματα υγείας» πρόσθεσε.

Οι ερευνητές του ΠΟΥ εντόπισαν πέντε παθογόνα για τα οποία θα πρέπει να αναπτυχθούν νέα εμβόλια ή να βελτιωθούν τα ήδη υπάρχοντα: Mycobacterium tuberculosis (φυματίωση), HIV-1, Klebsiella pneumoniae, S. aureus και Escherichia coli. Τα υπόλοιπα παθογόνα ήταν ο στρεπτόκοκκος της ομάδας Α, ο ιός της ηπατίτιδας C, ο κυτταρομεγαλοϊός, τα παράσιτα Leishmania, η Salmonella, ο νοροϊός, το Plasmodium falciparum (ελονοσία), τα βακτήρια Shigella που προκαλούν διάρροια, ο ιός του δάγγειου πυρετού, ο στρεπτόκοκκος ομάδας Β και ο ιός της γρίπης. Οι τρεις πιο θανατηφόρες ασθένειες στη λίστα, ο HIV, η φυματίωση και η ελονοσία, υπολογίζεται ότι σκοτώνουν 2,5 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως ετησίως.

Για ορισμένα από αυτά τα μικρόβια υπάρχουν ήδη εμβόλια, όπως για τη φυματίωση και τη γρίπη, αλλά είναι μόνο εν μέρει προστατευτικά και/ή πρέπει να ενημερώνονται συνεχώς στην περίπτωση της εποχικής γρίπης. Για ορισμένα μικρόβια υπάρχουν νέα ή βελτιωμένα εμβόλια που αναμένουν έγκριση. Επίσης, ερευνητές αναπτύσσουν εμβόλια για παθογόνα όπως το Shigella ή ο νοροϊός, τα οποία έχουν δείξει πολλά υποσχόμενα στην πρώιμη έρευνα.

Στόχος του ΠΟΥ είναι να βελτιώσει ουσιαστικά την πρόσβαση των ανθρώπων στον εμβολιασμό έως το 2030 – μια προσπάθεια γνωστή ως Ατζέντα Εμβολιασμού 2030 (IA2030). Οι ερευνητές ελπίζουν ότι τα ευρήματά τους μπορούν να καθοδηγήσουν και να βελτιώσουν την έρευνα και την ανάπτυξη προγραμμάτων εμβολίων, τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.

«Ως κοινότητα, μπορούμε και πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτές τις προκλήσεις μαζί, και γρήγορα, για να συνειδητοποιήσουμε πλήρως τα οφέλη και να επιτρέψουμε τη βιώσιμη επίδραση των υπαρχόντων και μελλοντικών εμβολίων», έγραψαν οι ερευνητές.

Η εργασία των ερευνητών δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «eBioMedicine».

*Πηγή: Gizmodo

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *