Η Ριμ Ζεϊντάν φοβόταν περισσότερο απ’ όλα το ενδεχόμενο να χωριστεί από τα παιδιά της. Καθώς περπατούσαν για ώρες μέσα στα ερείπια της Γάζας προς ένα κέντρο διανομής τροφίμων, επαναλάμβανε ξανά και ξανά με την 20χρονη κόρη της, Μιρβάτ, και τον 12χρονο γιο της τι να κάνουν και πού να περιμένουν αν μια ισραηλινή επίθεση μετέτρεπε το πλήθος των πεινασμένων σε χαοτική μάζα και η οικογένεια διασκορπιζόταν.
Αυτή ήταν η τελευταία τους συζήτηση. Η Ριμ σκοτώθηκε πριν ξημερώσει η Τρίτη, από μια σφαίρα στο μέτωπο. Η κόρη και ο γιος της έμειναν σχεδόν τρεις ώρες δίπλα στο σώμα της, εγκλωβισμένοι από τα πυρά.
«Πήγαμε εκεί από απελπισία. Η πείνα ανάγκασε τη μητέρα μου να το κάνει. Για μια ολόκληρη εβδομάδα περπατούσε έξι ώρες κάθε μέρα για να φτάσει εκεί και γύριζε με άδεια χέρια», είπε η Μιρβάτ σε τηλεφωνική επικοινωνία.
Λίγες μέρες πριν, μετά από πυροβολισμούς των ισραηλινών δυνάμεων σε κουρασμένα πλήθη που πλησίαζαν νέα κέντρα διανομής τροφίμων με τη στήριξη Ισραήλ και ΗΠΑ, η Μιρβάτ παρακάλεσε τη Ριμ να μην ρισκάρει ξανά τη διαδρομή.
Το περπάτημα, η αναμονή, η μάχη με το χάος και η επιστροφή με άδεια χέρια έμοιαζαν μάταιος κίνδυνος, σπατάλη της ελάχιστης ενέργειας που τους είχε απομείνει μετά από μήνες ακανόνιστης διατροφής. Όμως τα παιδιά πεινούσαν.
«Της είπα ότι ήταν σημάδι από τον Θεό να μην ξαναπάει, και το πίστεψε», είπε η Μιρβάτ. «Όμως άλλαζε γρήγορα γνώμη όταν η μικρή μου αδερφή, η Ραζάν, που είναι μόλις πέντε ετών, έκλαιγε επειδή πεινούσε.»
Η Ριμ προσπαθούσε να εξοικονομήσει ό,τι είχε απομείνει στο σπίτι μετά από μήνες πολιορκίας, αλλά είναι δύσκολο να ξεγελάσεις ένα πεινασμένο παιδί. Μετά από ένα γεύμα «σούπας» μόνο με λίγες φακές για όλη την οικογένεια, η Ραζάν παρακάλεσε για φαγητό λέγοντας «το νερό δεν γεμίζει το στομάχι μου», αφηγείται η Μιρβάτ.
Έτσι τη Δευτέρα, η Ριμ είπε στον σύζυγό της εδώ και 28 χρόνια, τον Μοχάμαντ, ότι ήθελε να προσπαθήσει ξανά να βρει τροφή. Ξεκίνησαν πριν τα μεσάνυχτα γιατί το σημείο διανομής απέχει αρκετές ώρες με τα πόδια από τη Χαν Γιούνις, όπου είχαν βρει καταφύγιο στα ερείπια του παλιού τους σπιτιού. Οι διανομές ξεκινούν νωρίς και τελειώνουν γρήγορα.
«Για έξι μέρες πήγαμε μαζί εκεί και γυρίσαμε με άδεια χέρια», είπε ο Μοχάμαντ. «Επέμενε να πάμε ξανά, ελπίζοντας έστω για ένα κιλό αλεύρι. Αντί γι’ αυτό, γύρισε τυλιγμένη σε σάβανο, μέσα στα αίματα.»
Βίαιες επιθέσεις στα κέντρα διανομής τροφίμων
«Νιώθω πως έχασα ένα κομμάτι του εαυτού μου, σαν κάποιος να μου ξερίζωσε την καρδιά. Η ψυχή του σπιτιού μας χάθηκε», είπε συντετριμμένος ο Μοχάμαντ.
Η Ριμ προσευχόταν και ανησυχούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής καθώς η οικογένεια περπατούσε και ξεκουραζόταν εναλλάξ. Έφταναν σχεδόν στο σημείο διανομής όταν ξαφνικά άκουσαν έντονους πυροβολισμούς.
Η Ριμ επαλήθευσε για τελευταία φορά ότι τα παιδιά θυμόντουσαν το σημείο συνάντησης αν χωρίζονταν. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα χάθηκε. «Τα τελευταία λόγια της ήταν: “Αν χαθούμε, πού θα συναντηθούμε;”» θυμάται η Μιρβάτ. «Τώρα όμως χαθήκαμε για πάντα.»
Και τα δύο παιδιά είδαν τη μητέρα τους να σκοτώνεται. Ο Άχμαντ, ο μικρός γιος, γύρισε όταν άκουσε μια κοπέλα πίσω του να ουρλιάζει και είδε τη μητέρα του να σωριάζεται μπρούμυτα.
«Προσπάθησα να την ξυπνήσω, την ταρακούνησα φωνάζοντας το όνομά της», είπε ο Άχμαντ. «Οι εκρήξεις δυνάμωναν, ελεύθεροι σκοπευτές πυροβολούσαν παντού, drones μας στόχευαν επίσης. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο όλα αναποδογύρισαν χωρίς λόγο.»
Αμφισβητούμενη ασφάλεια στις νέες δομές βοήθειας
Ο θάνατος της Ριμ ήταν μια προαναγγελθείσα τραγωδία· η απώλεια των παιδιών θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Ανθρωπιστικές οργανώσεις είχαν προειδοποιήσει πως ο συνδυασμός όπλων και τροφής θέτει σε κίνδυνο αμάχους από τότε που Ισραήλ και ΗΠΑ πρότειναν κέντρα διανομής υπό στρατιωτική φρούρηση.
Ο ΟΗΕ και μεγάλες φιλανθρωπικές οργανώσεις έχουν τροφοδοτήσει πάνω από 2 εκατομμύρια ανθρώπους στη Γάζα μετά την έναρξη του πολέμου μέσω δικτύων που λειτουργούν χωρίς όπλα, βασισμένα σε πρωτόκολλα ασφαλείας δοκιμασμένα σε άλλες κρίσεις.
Το Ισραήλ έχει περιορίσει δραστικά την πρόσβαση του ΟΗΕ και άλλων φορέων στη Γάζα κατά τη διάρκεια του πολέμου ενώ από τον Μάρτιο μέχρι τα τέλη Μαΐου επέβαλε ολοκληρωτικό αποκλεισμό προκαλώντας κρίση λιμού.
Ισχυρίζεται ότι η Χαμάς εκμεταλλεύεται την ανθρωπιστική βοήθεια αλλά δεν έχει παρουσιάσει σχετικά στοιχεία ή στατιστικά για κλοπές.
The Gaza Humanitarian Foundation (GHF), μια μυστικοπαθής οργάνωση υπό την ηγεσία Ευαγγελικού Χριστιανού από τις ΗΠΑ με δεσμούς με τον Τραμπ αλλά χωρίς εμπειρία σε μεγάλης κλίμακας ανθρωπιστική βοήθεια εν μέσω πολέμου, παρουσιάστηκε ως λύση στα προβλήματα αυτά.
Λιγότερο από μία εβδομάδα μετά την έναρξη λειτουργίας της GHF, τουλάχιστον 27 άνθρωποι σκοτώθηκαν προσπαθώντας να φτάσουν σε σημείο διανομής στις 1 Ιουνίου σύμφωνα με τις υγειονομικές αρχές. Οι μαζικές επιθέσεις συνεχίστηκαν τις επόμενες μέρες με τη Ριμ ανάμεσα στα θύματα.
Διεθνής Ερυθρός Σταυρός ανακοίνωσε ότι μόνο εκείνες τις ημέρες εκατοντάδες τραυματίες μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο πεδίου στη Ράφα ύστερα από επιθέσεις σε πλήθη γύρω από σημεία της GHF. Ο απολογισμός τριών ημερών: τουλάχιστον 50 νεκροί και πάνω από 400 τραυματίες.
Η GHF παραδέχτηκε τις επιθέσεις λέγοντας ότι «λυπήθηκε μαθαίνοντας πως πολίτες τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν αφού κινήθηκαν πέραν του καθορισμένου ασφαλούς διαδρόμου». Διέκοψε προσωρινά τις διανομές Τετάρτη και Πέμπτη για «ενίσχυση μέτρων ασφαλείας».
Ο ισραηλινός στρατός αρχικά αρνήθηκε ότι πυροβόλησε αμάχους που αναζητούσαν τροφή αλλά στη συνέχεια παραδέχθηκε πως άνοιξε πυρ την Τρίτη κοντά σε σημείο διανομής επειδή κάποιοι πλησίαζαν προς τις θέσεις των στρατιωτών.
Ανεπάρκεια βοήθειας – Απανθρωπιά στις ουρές
Ο Μοχάμαντ, 46 ετών, ανέφερε πως στις επανειλημμένες επισκέψεις του δεν υπήρχαν ποτέ αρκετά τρόφιμα ούτε για ένα μικρό μέρος των απελπισμένων συγκεντρωμένων κατοίκων απ’ όλη τη Γάζα. Η διαδικασία διανομής ήταν βίαιη κι εξευτελιστική.
«Δεν είναι σημεία βοήθειας αυτά – είναι παγίδες για τον κόσμο», είπε χαρακτηριστικά. «Όταν ξεκινάνε οι πυροβολισμοί πέφτεις κάτω· δίπλα σου μπορεί κάποιος να τραυματιστεί ή να σκοτωθεί κι ούτε καν μπορείς να τον βοηθήσεις ή να τον κοιτάξεις.»
«Όταν τελειώσουν με τη “διασκέδασή” τους ανοίγουν τις πύλες στις 6 το πρωί κι επικρατεί χάος. Οι στρατιώτες βιντεοσκοπούν τον κόσμο που μάχεται για λίγη βοήθεια κι όταν τελειώσει πετούν δακρυγόνα για διάλυση του πλήθους. Είδα εκτοπισμένους ανθρώπους να μαζεύουν ζυμαρικά απ’ το χώμα.»
Εμπόδια στην ενημέρωση – Ο φόρος αίματος των δημοσιογράφων
(Γιατί είναι τόσο δύσκολη η κάλυψη γεγονότων στη Γάζα;)
Η κάλυψη του πολέμου στη Γάζα περιορίζεται δραστικά λόγω ισραηλινών επιθέσεων εναντίον Παλαιστίνιων δημοσιογράφων αλλά και απαγόρευσης εισόδου διεθνών ανταποκριτών στη Λωρίδα της Γάζας χωρίς συνοδεία ισραηλινού στρατού.
Από τις 7 Οκτωβρίου 2023 κανένας ξένος δημοσιογράφος δεν έχει εισέλθει ανεξάρτητα στη Γάζα· όσοι συμμετέχουν σε οργανωμένες αποστολές δεν έχουν έλεγχο στον προορισμό ή στην επαφή με ντόπιους κατοίκους.
Παλαιστίνιοι δημοσιογράφοι έχουν πληρώσει βαρύ τίμημα – πάνω από 180 έχουν σκοτωθεί στον πόλεμο μέχρι σήμερα· τουλάχιστον 19 ήταν στόχος σύμφωνα με την Επιτροπή Προστασίας Δημοσιογράφων (CPJ).
Ξένοι ανταποκριτές προσέφυγαν δικαστικά ζητώντας πρόσβαση αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα επικαλούμενο λόγους ασφαλείας ενώ διπλωματικές πιέσεις κι εκκλήσεις γνωστών δημοσιογράφων αγνοούνται συστηματικά από τις ισραηλινές αρχές.
Για αξιόπιστη ενημέρωση οι οργανισμοί συνεργάζονται με έμπιστους ντόπιους δημοσιογράφους ενώ χρησιμοποιούν επαληθευμένο υλικό τρίτων φορέων και δεδομένα οργανώσεων με αποδεδειγμένη αξιοπιστία στην περιοχή (E.Graham-Harrison – The Guardian)
Aπό απώλεια σε απώλεια – Το βαρύ τίμημα του πολέμου
Η οικογένεια Ζεϊντάν έχει σχεδόν ξεμείνει τελείως από τρόφιμα.
Μετά την επανέναρξη των συγκρούσεων τον Μάρτιο τρέφονταν κυρίως από συσσίτια που όμως ολοένα λιγοστεύουν καθώς βαθαίνει ο αποκλεισμός κι εξαντλούνται οι προμήθειες στη Γάζα.
Τώρα που θα έπρεπε να γιορτάζουν το Έιντ αλ-Άντα (Eid), τα παιδιά του Μοχάμαντ θρηνούν δεύτερη συνεχόμενη γιορτή χωρίς μητέρα – πέρσι είχαν χάσει τον μεγαλύτερο αδελφό τους Νάμπιλ στο τέλος του Ραμαζανιού (Ιανουάριος 2024) σε βομβαρδισμό καθώς εκτοπισμένοι εγκατέλειπαν τη Χαν Γιούνις μπροστά στην ισραηλινή προέλαση· χρειάστηκαν μήνες μέχρι να μπορέσει η Ριμ να αναγνωρίσει το σώμα του ανάμεσα στους αγνώστους νεκρούς.
«Οι γιορτές μας θα έπρεπε να είναι γεμάτες χαρά, γλυκά κι εορταστικά τραπέζια. Τώρα συνοδεύονται μόνο από θάνατο και αίμα», λέει ο Μοχάμαντ. «Τι έφταιξαν τα παιδιά μου ώστε να χάσουν τη μητέρα τους επειδή προσπάθησε να βρει λίγο φαγητό; Η μικρότερη είναι μόλις πέντε χρονών – ακόμα χρειάζεται τη μαμά της.»
Tο τραύμα των παιδιών – O κύκλος θλίψης συνεχίζεται
Η Μιρβάτ δεν μπορεί να ξεφύγει από την εικόνα της μητέρας της όπως πέθανε μπροστά στα μάτια της· κάθε βράδυ τη βλέπει ξανά όταν προσπαθεί να κοιμηθεί.
«Έβλεπα τη μητέρα μου να πέφτει νεκρή κι ήμουν ανίκανη να κάνω κάτι», λέει συγκλονισμένη. Αρχικά δεν μπορούσε καν να πιστέψει πως είχε πεθάνει – την κρατούσε στην αγκαλιά της νιώθοντας ακόμα τον παλμό στο στήθος της· μιλούσε στη μητέρα ζητώντας της “Σήκω μαμά! Πρέπει να φύγουμε! Θα είσαι καλά!” Αλλά εκείνη δεν ανταποκρινόταν πλέον.»
Για τρεις ώρες περίμεναν δίπλα στη σορό μέχρι που σταμάτησαν οι πυροβολισμοί· τότε το πλήθος όρμησε για τρόφιμα κι εκείνα άρχισαν να ψάχνουν τρόπο μεταφοράς στο νοσοκομείο.
Μέσα στο χάος χωρίστηκαν· η Μιρβάτ αναγκάστηκε να επιλέξει αν θα άφηνε το σώμα ή τον μικρότερο αδελφό πίσω· τελικά ψιθύρισε στη μητέρα “Σε εμπιστεύομαι στον Θεό” κι έψαξε τον αδελφό της. Όταν τον βρήκε οι διασώστες είχαν ήδη πάρει το σώμα κι έτσι ξεκίνησαν έναν μακάβριο γύρο στα νοσοκομεία μέχρι που τελικά βρήκαν τη Ριμ μεταξύ των αγνώριστων νεκρών στο νοσοκομείο Νάσερ.
Mια ζωή πριν τον πόλεμο – Xαμένες ελπίδες ενός καλύτερου αύριο
Πριν τον πόλεμο οι δέκα Ζεϊντάν ζούσαν φτωχικά αλλά δεμένοι μεταξύ τους· ο Νάμπιλ δούλευε ως καθαριστής (50 σέκελ/βδομάδα) μαζί με τη Ριμ ενώ ο πατέρας έκανε περιστασιακά μεροκάματα όπου έβρισκε δουλειά.
Η Ριμ ήταν πάντα χαμογελαστή και γεμάτη καλοσύνη· επέβαλλε τάξη στην πολυμελή οικογένεια όχι με φόβο αλλά με αγάπη· όταν κάποιο παιδί στενοχωριόταν το παρηγορούσε πάντα μ’ ένα αγαπημένο φαγητό κι εξηγούσε υπομονετικά πως όσα έκανε ήταν για καλό τους.
«Μας άκουγε πραγματικά· εκτιμούσε τις σκέψεις μας», λέει η Μιρβάτ για τη μητέρα της.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος η ίδια ήταν στην τελευταία τάξη λυκείου· τώρα έχει αφήσει πίσω κάθε όνειρο για σπουδές Νομικής καθώς πρέπει πλέον να φροντίζει τα μικρότερα αδέλφια.
«Το μέλλον μου είναι ξεκάθαρο πλέον – υπάρχουν παιδιά που εξαρτώνται από μένα κι αν ποτέ ανοίξουν ξανά τα σχολεία εγώ δεν θα μπορέσω καν να επιστρέψω» λέει.
«Δεν μπορώ καν να φανταστώ ένα τραπέζι χωρίς τη μητέρα μας – να λείπει εκείνη που πέθανε προσπαθώντας μόνο αυτό: Να μας φέρει λίγο φαγητό.»
Πηγή: theguardian.com